Μιχάλης Γκανάς
Μια τέτοια νύχτα πριν από χρόνια
κάποιος περπάτησε μόνος.
Δε ξέρω πόσα λασπωμένα χιλιόμετρα
κάποιος περπάτησε μόνος.
Νύχτα και συννεφιά, χωρίς άστρα
πήγαινε το δρόμο-δρόμο.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννινα.
Στο πρώτο χάνι έφαγε και κοιμήθηκε τρία μερόνυχτα.
Ξύπνησε απ’ το χιόνι που έπεφτε μαλακά,
στάθηκε στο παράθυρο και άκουγε τα κλαρίνα.
Κι άκουγε τα κλαρίνα
πότε θαμπά και πότε δίπλα του.
Πότε θαμπά
και πότε δίπλα του, όπως τα' φερνε ο άνεμος.
Αχ...
Κι άκουσε μετά τη φωνή πεντακάθαρη,
από κάπου κοντά την άκουσε
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν τη γυναίκα
κι ούτε καυγάς, ούτε τίποτα άλλο.
Χιόνιζε.
Όλη νύχτα στα Γιάννινα χιόνιζε.
Ξημερώματα, πλήρωσε ότι χρωστούσε και γύριζε στο χωριό του.
Στα πενήντα του θα ‘τανε.
Με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες, ανύπαντρες.
Χήρος τέσσερα χρόνια.
Στα πενήντα του θα ‘τανε.
Χήρος τέσσερα χρόνια
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες.
Αχ, και τι χιόνι σήκωσαν!
Τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες!
Κανένας δε το ‘μαθε...
Κανένας δε το ‘μαθε...
Κανένας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου