Της ζωής η μελισσοφωλιά

Σώτια Τσώτου


Μου' δειχνες στο χάρτη τα βουνά 
κι έλεγες θα πάμε μακριά.
Έσβηνε τα φώτα η πόλη, 
σώπαινε το περιβόλι,της ζωής η μελισσοφωλιά.
Τότε μ’ έπαιρνες ταξίδι 
και στο φτωχικό στρωσίδι 
φέρναμε τη γη γυροβολιά.

Τράβαγες στο χάρτη μολυβιές, 
θάλασσες περνούσες και στεριές.
Έσβηνε τα φώτα η πόλη, 
σώπαινε το περιβόλι, της ζωής η μελισσοφωλιά.
Τότε μ’ έπαιρνες ταξίδι 
και στο φτωχικό στρωσίδι 
φέρναμε τη γη γυροβολιά.

Αχ κυνηγημένο της ζωής,
τίποτα δεν πρόφτασες να δεις.
Έσβησε τα φώτα η πόλη, 
σώπασε το περιβόλι,της ζωής η μελισσοφωλιά.
Πας μονάχο σου ταξίδι 
και στο φτωχικό στρωσίδι 
μ’ έφερε ο καημός γυροβολιά. 


Μια εκδρομή


Γιάννης Μηλιώκας

Μια εκδρομή είναι η ζωή μου με μαγική διαδρομή,
που έγιναν φίλοι μου κι οι εχθροί μου
και τραγουδάμε με μια φωνή.

Εμένα και ο θάνατος μού φαίνεται γιορτή.
Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.
Λουλούδια για το χάροντα, μπουζούκι και κιθάρα
κι ένα ανοιχτό περίπτερο να πάρουμε τσιγάρα.

Μια εκδρομή είναι η ζωή μου που θα τελειώσει κάποτε.
Μα έπαιξα, γέλασα με την ψυχή μου 
και δεν κουράστηκα, δεν έπληξα ποτέ.

Εμένα και ο θάνατος μού φαίνεται γιορτή.
Ένα λαχείο είναι η ζωή, ας είναι κι αμορτί.
Λουλούδια για το χάροντα, μπουζούκι και κιθάρα
κι ένα ανοιχτό περίπτερο να πάρουμε τσιγάρα.



Εφημερίδα

Βαγγέλης Γκούφας 



Πάρε κι άνοιξε την πρώτη εφημερίδα
να διαβάσεις τι συμβαίνει στο ντουνιά
και θα βρεις απελπισμένη την ελπίδα
τραβέστι και καλντερίμι στην γωνιά.

Γύρνα φύλλο και προχώρει παρακάτω

διαφημίσεις, σεξ, ληστείες, φονικά.
Του βυθού πάμε ν' αγγιξούμε τον πάτο
Ιησούς Χριστός σκορπάει τα δεινά.

Για την πιάτσα την απάνω βάλε πλώρη,

παραμύθιασε σαν να' σαι ηθοποιός.
Οι Αγίοι το γουστάρουνε το ζόρι
στο κονόμι δεν μπερδεύεται ο Θεός.

Είν' ο κόσμος ό,τι φας κι ό,τι αρπάξεις

τούτη η πλάση δεν διορθώνεται ποτέ.
Η ιστορία κάργα από παραχαράξεις:
"Liberté"," Έgalité", "Fraternité" .

Στο φινάλε σε "φυτεύουνε" ερήμην

είσαι χώμα και κατήντησες ποδός.
Σου ξηγιούνται δυο-τρεις δωρεές εις μνήμην,
αλληλούια και άμωμη οδός. 




Κλέ

Άκης Πάνου


Αυτός που κλέ για να ταΐ κουτσουβελάκια
απ' το Θεό κι από εμέ συγχωρεμέ.
Αυτός που κλέ γι' αποταμί σε μασουράκια,
παλιοκοπρί, αηδιαστί και σιχαμέ.

Αυτός που κλέ γιατί δεν βγαί με το τιμίως

είναι αθώ, σού λέει κλέ γιατί πεθαί.
Αυτός που κλέ για να τα κρύ και υπογείως
όταν ψοφί οι κολασμέ δεν τον εθέ.

Αυτός που κλέ ένα καρβέ κι ύστερα τρέχει, 

κύριε Πρό,  δεν είναι κλέ σεσημασμέ.
Πέντ' έξι μή ένα ψωμί; 
Δικαίως έχει φασκελωμέ την κοινωνί τη χαλασμέ.



Ξενύχτη, μάνα μου

Κώστας Κινδύνης


Ξενύχτη, μάνα μου, με βρίσκεις στα όνειρά μου
το φως στην κάμαρά μου μη μου τ' ανάβεις πια.
Μέτρησε με το δάκρυ σου τριάντα τόσα χρόνια 
κι αν σου' δωσα εγγόνια. 
Σου πήρα την καρδιά.

Μέτρησε, μάνα, μέτρησε χρόνια στην εξορία.
Μέτρησε, μάνα, μέτρησε τα χρόνια στα βουνά.
Και πες μου αν μας περίσσεψε μια ώρα ευτυχία,
μια ώρα για γυναίκα και παιδιά.

Δραπέτη, μάνα μου, με βρίσκεις στην καρδιά μου.
Τα γκρίζα τα μαλλιά μου δε θέλουνε φιλιά.
Μ' έμαθες μες στη φτώχια μου να ζω στην περηφάνια.
Επήρα την ορφάνια και συ την ερημιά. 




Παράπονό μου

Λάκης Τεάζης

Θα βάλουν πάλι τις σημαίες στα μπαλκόνια
και οι φαντάροι καλοκαιρινά,
κι εγώ πιο μόνος κι από τ' αηδόνια
μπροστά στην πόρτα σου θα' ρθω 
για ζητιανιά.

Θα ρίξουν πάλι το σταυρό στην παραλία.
Πώς με πληγώνουν τούτες οι γιορτές!
Μη με κοιτάζεις με μάτια κρύα,
κι είν' τα τραγούδια μου πιο μόνα 
από χθες.

Θα παίξω πάλι στα κρυφά τον θάνατό μου
σα νυχτοπούλι μέσα στις αυλές.
Μη με μαλώνεις, παράπονό μου,
είμαι Μικρός και δεν αντέχω 
τις πληγές.



Έρχονται χρόνια δύσκολα

Μάκης Ερημίτης

Έρχονται χρόνια δύσκολα
γεμάτα καταιγίδες
κι εμείς του κόσμου θύματα
μ’ ατέλειωτα προβλήματα
και λιγοστές ελπίδες.


Έρχονται χρόνια δύσκολα
τα πάντα άνω κάτω,
ο κόσμος είναι ανάστατος
κι εμείς πληγές γεμάτο.


Φονιάδες μονοπώλια
παντού φωτιές ανάβουν,
μας καίνε, μας δικάζουνε
και την ψυχή μας βγάζουνε
και ζωντανούς μας θάβουν.


Ποδοπατούν αλύπητα
τ’ ανθρώπινο το σώμα,
στο άγνωστο βαδίζουμε
κι όνειρα πια δε χτίζουμε,
μάς κλείνουνε το στόμα.


Η Ρόζα η ναζιάρα

Μιχάλης Φακίνος 


Η Ρόζα η ναζιάρα με τα σγουρά μαλλιά
στα θέατρα γυρίζει και ψάχνει για δουλειά.
 

Φωτογραφίες δείχνει σαν σταρ του σινεμά
να παίζει Γενοβέφα ντυμένη στα λευκά.
 

Στα θέατρα γυρίζει και ψάχνει για δουλειά
μα στην κακούργα Αθήνα δε βρίσκει πουθενά.
 

Της πρότειναν να γίνει του Τσάκαλου καρφί
μα εκείνη λέει όχι με βροντερή φωνή.
 

Ντυμένη Γενοβέφα τη βρήκαν το πρωί
με ρουζ μπογιαντισμένη σαν να `ταν στη σκηνή.




Το πλοίο είχε όνομα "Πατρίδα"

Μιχάλης  Μπουρμπούλης


Το πλοίο είχε όνομα "Πατρίδα",
με ναύτες και στρατιώτες φεύγεις αύριο.
Αποσκευές σου μόνο μια σφραγίδα
και το φιλί που σου' δωσα στο Λαύριο.

Για τα νησιά που πας και δεν γυρίζεις
απόβραδο σε πήρανε την Κυριακή
κι έμεινα μόνη μου να μουρμουρίζω
πως θα'ναι οι μέρες μου μια μαύρη φυλακή.

Πάρε μαζί σου μια φωτογραφία
και τ' άσπρο που σιδέρωσα πουκάμισο.
Εγώ θα φύγω για την επαρχία
κι εσύ για της πατρίδας τον παράδεισο.



Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει

Γιώργος Ανδρέου

Στους εθνικούς σου δρόμους λάστιχα σκασμένα 
και ζώα σκοτωμένα.
Στου κράτους σου τους νόμους όνειρα κλεμμένα,

χαρτιά σημαδεμένα.
Πολίτες δίχως πόλη, οπλίτες δίχως βόλι,
οι λίγοι ψυχωμένοι κι οι άλλοι ξοφλημένοι.


Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο,
αυτό που χρόνια περιμένω;
Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις 

μόνο για λίγο ξαποσταίνεις.
Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι.


Τα μαγικά σου βράδια σκουπίδια και ρημάδια, σκυλάδικα, σκοτάδια.
Της ψήφου τα στραβάδια, του γήπεδου κοπάδια σού κλέβουνε τα χάδια.
Αρχαία μεγαλεία, ερείπια, σχολεία,
τα αγάλματα σωπαίνουν κι οι ποιητές πεθαίνουν....


Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω;
Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις μόνο για λίγο ξαποσταίνεις.
Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι.
 

Και μη μου πεις ξανά ποιος φταίει κι έχουμε μείνει τελευταίοι.